σκολιάτικος

σκολιάτικος
-η, -ο, θηλ. και -ια, Ν [σκόλη]
αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε σκόλη, εορτάσιμος.
επίρρ...
σκολιάτικα Ν
χρον. σε εορτάσιμη ημέρα, κατά τη διάρκεια εορτής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”